·

trailer (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “trailer”

ενικός trailer, πληθυντικός trailers
  1. ρυμουλκούμενο
    We loaded the furniture onto the trailer and drove to our new house.
  2. τροχόσπιτο
    They spent the summer traveling across the country in their trailer.
  3. τροχοβίλα (μόνιμη κατοικία)
    They bought a trailer in a quiet neighborhood.
  4. τρέιλερ (διαφήμιση ή προεπισκόπηση για μια ταινία, τηλεοπτική εκπομπή ή βιντεοπαιχνίδι)
    The movie trailer got everyone excited about the upcoming release.