ουσιαστικό “tourism”
ενικός tourism, μη μετρήσιμο
- τουρισμός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Tourism to the national parks increases during the summer months.
- τουριστική βιομηχανία
She studied tourism and now works at a travel agency.
- τουρισμός (για συγκεκριμένο σκοπό)
Medical tourism has grown as more people go abroad for surgeries.