·

per (EN)
πρόθεση

πρόθεση “per”

per
  1. ανά (για κάθε, χρησιμοποιείται για να εκφράσει ένα ποσοστό, ποσό ή κόστος για κάθε μονάδα)
    The train travels at 100 miles per hour.
  2. σύμφωνα με; σε συμφωνία με
    The project was completed per your instructions.
  3. (στην ιατρική) μέσω; διαμέσου
    The medication was administered per intravenous injection.