ουσιαστικό “tights”
tights, μόνο πληθυντικός
- καλσόν
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
In colder weather, she wears tights under her skirt to keep her legs warm.
- καλσόν (χορού)
The ballet dancer put on his tights before the rehearsal.
- κολάν (πάλης)
The wrestler entered the ring wearing his signature colorful tights.