ρήμα “tend”
απαρέμφατο tend; αυτός tends; αόριστος tended; μετοχή αορ. tended; μετοχή ενεστ. tending
- τείνω να κάνω κάτι ή να συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She tends to drink coffee every morning.
- κλίνω προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
Her thoughts tended towards optimism even in difficult situations.
- φροντίζω κάποιον ή κάτι
After her surgery, her friends tended to her, making sure she had everything she needed.
- εξυπηρετώ πελάτες (στην Αμερική)
In the grand manor, the butler tended to the guests' every need.