·

tend (EN)
ρήμα

ρήμα “tend”

απαρέμφατο tend; αυτός tends; αόριστος tended; μετοχή αορ. tended; μετοχή ενεστ. tending
  1. τείνω να κάνω κάτι ή να συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο
    She tends to drink coffee every morning.
  2. κλίνω προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    Her thoughts tended towards optimism even in difficult situations.
  3. φροντίζω κάποιον ή κάτι
    After her surgery, her friends tended to her, making sure she had everything she needed.
  4. εξυπηρετώ πελάτες (στην Αμερική)
    In the grand manor, the butler tended to the guests' every need.