·

subtle (EN)
επίθετο

επίθετο “subtle”

βασική μορφή subtle (more/most)
  1. διακριτικός
    She wore a subtle perfume that was pleasant but not overpowering.
  2. έξυπνος (με την έννοια της εξυπνάδας που δεν είναι αμέσως εμφανής)
    Her subtle hint about being thirsty led us to stop for drinks without her asking directly.