επίθετο “subtle”
βασική μορφή subtle (more/most)
- διακριτικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She wore a subtle perfume that was pleasant but not overpowering.
- έξυπνος (με την έννοια της εξυπνάδας που δεν είναι αμέσως εμφανής)
Her subtle hint about being thirsty led us to stop for drinks without her asking directly.