·

skirt (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “skirt”

ενικός skirt, πληθυντικός skirts
  1. φούστα
    She twirled in her new skirt, the fabric swirling around her knees.

ρήμα “skirt”

απαρέμφατο skirt; αυτός skirts; αόριστος skirted; μετοχή αορ. skirted; μετοχή ενεστ. skirting
  1. βρίσκομαι κατά μήκος της άκρης ή του συνόρου (κάτι)
    The river skirts the edge of our property, providing a natural boundary.
  2. περιφέρομαι ή περνώ κατά μήκος της άκρης (κάτι)
    We decided to skirt the busy downtown area and take the scenic route instead.
  3. αποφεύγω ή παρακάμπτω (κάτι)
    The politician skirted the question about tax increases by changing the subject to healthcare.