ουσιαστικό “skirt”
ενικός skirt, πληθυντικός skirts
- φούστα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She twirled in her new skirt, the fabric swirling around her knees.
ρήμα “skirt”
απαρέμφατο skirt; αυτός skirts; αόριστος skirted; μετοχή αορ. skirted; μετοχή ενεστ. skirting
- βρίσκομαι κατά μήκος της άκρης ή του συνόρου (κάτι)
The river skirts the edge of our property, providing a natural boundary.
- περιφέρομαι ή περνώ κατά μήκος της άκρης (κάτι)
We decided to skirt the busy downtown area and take the scenic route instead.
- αποφεύγω ή παρακάμπτω (κάτι)
The politician skirted the question about tax increases by changing the subject to healthcare.