·

sir (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “sir”

ενικός sir, πληθυντικός sirs
  1. κύριε
    Excuse me, sir, could you help me find the nearest train station?
  2. κύριε (στρατιωτικός ανώτερος)
    Yes, sir! The mission is complete.
  3. κύριε (δάσκαλος)
    Sir, could you please repeat the last point?
  4. βρετανικός τίτλος πριν από το όνομα ενός ιππότη ή βαρονέτου
    Sir Ian McKellen has starred in many famous films.