·

side mirror (EN)
φράση

φράση “side mirror”

  1. πλαϊνός καθρέφτης (καθρέφτης στο πλάι ενός οχήματος που βοηθά τον οδηγό να βλέπει περιοχές δίπλα και πίσω από το όχημα)
    Before changing lanes on the highway, she checked her side mirrors carefully.