ρήμα “sheathe”
απαρέμφατο sheathe; αυτός sheathes; αόριστος sheathed; μετοχή αορ. sheathed; μετοχή ενεστ. sheathing
- να βάλεις ένα σπαθί ή μαχαίρι στη θήκη του
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After the ceremony, the knight sheathed his sword and bowed to the crowd.
- καλύπτω
The workers sheathed the building's exterior with metal panels to withstand harsh weather.
- αποσύρω (μέσα σε προστατευτικό περίβλημα)
The cat played with the toy and then sheathed its claws when it was done.