·

scores (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
score (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “scores”

scores, μόνο πληθυντικός
  1. πλήθος
    Scores of fans gathered to see the concert.