·

sciences (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
science (ουσιαστικό)

ουσιαστικό “sciences”

sciences, μόνο πληθυντικός
  1. the different branches or fields of science understood collectively
    She is studying the natural sciences at university.