·

safe (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “safe”

safe, συγκρ. safer, υπερθ. safest
  1. ασφαλής
    Don't worry, you are safe now.
  2. προστατευτικός
    They found a safe place to stay during the storm.
  3. ασφαλισμένος
    Your money is safe in the bank.
  4. αξιόπιστος
    She is a safe person to share secrets with.
  5. προσεκτικός
    He chose the safe option instead of taking a chance.
  6. ανθεκτικός (στη διαδικασία)
    This container is dishwasher-safe.
  7. (στο μπέιζμπολ) ασφαλής· έχοντας φτάσει σε βάση χωρίς να έχει βγει εκτός παιχνιδιού.
    He slid into home base and was called safe.
  8. φοβερός
    That's a safe jacket you're wearing!

ουσιαστικό “safe”

ενικός safe, πληθυντικός safes
  1. χρηματοκιβώτιο
    They put the documents in a safe at the office.