επίθετο “safe”
safe, συγκρ. safer, υπερθ. safest
- ασφαλής
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Don't worry, you are safe now.
- προστατευτικός
They found a safe place to stay during the storm.
- ασφαλισμένος
Your money is safe in the bank.
- αξιόπιστος
She is a safe person to share secrets with.
- προσεκτικός
He chose the safe option instead of taking a chance.
- ανθεκτικός (στη διαδικασία)
This container is dishwasher-safe.
- (στο μπέιζμπολ) ασφαλής· έχοντας φτάσει σε βάση χωρίς να έχει βγει εκτός παιχνιδιού.
He slid into home base and was called safe.
- φοβερός
That's a safe jacket you're wearing!
ουσιαστικό “safe”
ενικός safe, πληθυντικός safes
- χρηματοκιβώτιο
They put the documents in a safe at the office.