·

retained earnings (EN)
φράση

φράση “retained earnings”

  1. κερδισμένα κέρδη (το συνολικό ποσό χρημάτων που έχει διατηρήσει μια εταιρεία με την πάροδο του χρόνου μετά την καταβολή μερισμάτων)
    The retained earnings shown on the balance sheet reflect the company's growth over the past decade.
  2. κερδη εις νεον (το μέρος του ετήσιου κέρδους μιας εταιρείας που διατηρείται αντί να διανέμεται ως μερίσματα)
    The company used its retained earnings to invest in new technology and expand its operations.