επίθετο “receivable”
βασική μορφή receivable (more/most)
- δυνατό ή αναμενόμενο να ληφθεί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The funds are receivable within ten business days.