·

pricing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
price (ρήμα)

ουσιαστικό “pricing”

ενικός pricing, πληθυντικός pricings ή μη μετρήσιμο
  1. οι τιμές που καθορίζονται για ένα προϊόν ή υπηρεσία· επίπεδα τιμών
    Many customers complained about the airline's pricing.