·

phenomenon (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “phenomenon”

ενικός phenomenon, πληθυντικός phenomena ή μη μετρήσιμο
  1. φαινόμενο
    The sudden appearance of the bright, dancing lights in the northern sky, known as the aurora borealis, is a fascinating natural phenomenon.
  2. φαινόμενο (σε πλαίσιο έκτακτης ή εξαιρετικής προσωπικότητας ή αντικειμένου)
    The young chess prodigy, defeating seasoned grandmasters, was hailed as a phenomenon in the world of chess.