·

parcel out (EN)
φραστικό ρήμα

φραστικό ρήμα “parcel out”

  1. να διαιρέσεις κάτι σε μικρότερα μέρη και να δώσεις ένα μερίδιο σε κάθε άτομο
    The manager parceled out the assignments to the team members to ensure the project was completed on time.