ουσιαστικό “origination”
ενικός origination, πληθυντικός originations ή μη μετρήσιμο
- δημιουργία (μια πράξη ή περίπτωση έναρξης ή δημιουργίας κάτι νέου)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The recent events were the impetus for the origination of this new policy.
- (χρηματοοικονομικά) η διαδικασία διευθέτησης ή επεξεργασίας ενός νέου δανείου ή υποθήκης
The bank has streamlined its loan origination procedures to provide faster service to customers.