·

origination (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “origination”

ενικός origination, πληθυντικός originations ή μη μετρήσιμο
  1. δημιουργία (μια πράξη ή περίπτωση έναρξης ή δημιουργίας κάτι νέου)
    The recent events were the impetus for the origination of this new policy.
  2. (χρηματοοικονομικά) η διαδικασία διευθέτησης ή επεξεργασίας ενός νέου δανείου ή υποθήκης
    The bank has streamlined its loan origination procedures to provide faster service to customers.