ουσιαστικό “opportunity”
ενικός opportunity, πληθυντικός opportunities
- ευκαιρία (χρονική στιγμή ή κατάσταση)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The internship gave her an opportunity to gain valuable experience.
- δυνατότητα (για επιτυχία)
The new market offers great opportunities for our business.