·

opportunity (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “opportunity”

ενικός opportunity, πληθυντικός opportunities
  1. ευκαιρία (χρονική στιγμή ή κατάσταση)
    The internship gave her an opportunity to gain valuable experience.
  2. δυνατότητα (για επιτυχία)
    The new market offers great opportunities for our business.