·

net sales (EN)
φράση

φράση “net sales”

  1. καθαρές πωλήσεις (το συνολικό ποσό χρημάτων που κερδίζεται από τις πωλήσεις μετά την αφαίρεση επιστροφών, εκπτώσεων και επιδομάτων)
    The company's net sales grew by 10% this year after introducing the new model.