ουσιαστικό “mudroom”
ενικός mudroom, πληθυντικός mudrooms
- χώρος υποδοχής με παπουτσοθήκη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She kicked off her boots in the mudroom before stepping into the kitchen.