·

lever (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “lever”

ενικός lever, πληθυντικός levers
  1. μοχλός
    He used a lever to lift the heavy stone.
  2. μοχλός (μέθοδος πίεσης)
    The manager used the threat of cutting bonuses as a lever to make the team work overtime.
  3. μοχλός
    Pull the lever to start the engine.

ρήμα “lever”

απαρέμφατο lever; αυτός levers; αόριστος levered; μετοχή αορ. levered; μετοχή ενεστ. levering
  1. μοχλεύω
    They levered the lid off the container.
  2. μοχλεύω (οικονομικά)
    The firm levered up to finance its new project.