ουσιαστικό “lever”
ενικός lever, πληθυντικός levers
- μοχλός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He used a lever to lift the heavy stone.
- μοχλός (μέθοδος πίεσης)
The manager used the threat of cutting bonuses as a lever to make the team work overtime.
- μοχλός
Pull the lever to start the engine.
ρήμα “lever”
απαρέμφατο lever; αυτός levers; αόριστος levered; μετοχή αορ. levered; μετοχή ενεστ. levering
- μοχλεύω
They levered the lid off the container.
- μοχλεύω (οικονομικά)
The firm levered up to finance its new project.