·

move on (EN)
φραστικό ρήμα

φραστικό ρήμα “move on”

  1. προχωρώ σε κάτι άλλο
    After finishing college, she decided to move on and travel the world.
  2. προχωρώ (μετά από κάτι δύσκολο ή λυπηρό)
    After the divorce, it took him a few months to move on and start dating again.