ουσιαστικό “money”
ενικός money, μη μετρήσιμο
- χρήμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Despite its paper form, money holds the power to buy goods and services because society agrees on its value.
- μετρητά
Before leaving for the market, she made sure to grab some money from the jar on her dresser.
ουσιαστικό “money”
ενικός money, πληθυντικός monies, moneys
- κεφάλαια (στο νομικό πλαίσιο)
The charity provided a detailed report of all the monies received from the fundraiser.