ουσιαστικό “meal”
ενικός meal, πληθυντικός meals
- γεύμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We usually have three meals a day: breakfast, lunch, and dinner.
- γεύμα
The meal was delicious, especially the dessert.
- διάλειμμα για φαγητό (αστυνομικός)
The officer was on meal when the emergency call came in.
ουσιαστικό “meal”
ενικός meal, μη μετρήσιμο
- αλεύρι (χονδροειδές)
He bought a bag of corn meal to make cornbread.