·

meal (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό

ουσιαστικό “meal”

ενικός meal, πληθυντικός meals
  1. γεύμα
    We usually have three meals a day: breakfast, lunch, and dinner.
  2. γεύμα
    The meal was delicious, especially the dessert.
  3. διάλειμμα για φαγητό (αστυνομικός)
    The officer was on meal when the emergency call came in.

ουσιαστικό “meal”

ενικός meal, μη μετρήσιμο
  1. αλεύρι (χονδροειδές)
    He bought a bag of corn meal to make cornbread.