·

log in (EN)
φραστικό ρήμα

φραστικό ρήμα “log in”

  1. συνδεθείτε
    Before you can start using the app, you need to log in with your username and password.
  2. καταγραφείτε σε μια συγκεκριμένη θέση (στο πλαίσιο κατάταξης)
    The new smartphone model logged in as the top-selling device of the year.