·

lit (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
light (ρήμα)

επίθετο “lit”

βασική μορφή lit, μη βαθμ.
  1. φωτισμένος
    He walked through the well-lit corridor.
  2. τέλειος (στην αργκό, σημαίνει κάτι πολύ διασκεδαστικό και συναρπαστικό)
    Her performance was so lit, everyone was on their feet cheering.