ουσιαστικό “liquid”
ενικός liquid, πληθυντικός liquids ή μη μετρήσιμο
- υγρό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Apple juice is an example of a liquid.
- υγρός (γλωσσολογία)
In the word "black," the "l" is a liquid.
επίθετο “liquid”
βασική μορφή liquid, μη βαθμ.
- ρευστό
The honey became more liquid when it was warmed up.
- ρευστό (οικονομικά)
Stocks are considered liquid assets because they can be quickly sold for cash.
- ρευστός (οικονομικά)
The stock market is very liquid, so you can quickly buy or sell shares without much hassle.
- μελωδικός
Her voice was so liquid that it felt like a gentle stream flowing through the room.
- υγρός (γλωσσολογία)
In the word "black", the "l" is a liquid consonant.