ουσιαστικό “kindergarten”
ενικός kindergarten, πληθυντικός kindergartens
- νηπιαγωγείο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After turning five, Emma began attending kindergarten, where she learned the basics of reading and counting.
- αμερικανικός όρος για την τάξη του σχολείου πριν από την πρώτη τάξη
In the United States, children typically enter kindergarten at the age of five, which is the grade before first grade.