ουσιαστικό “ink”
ενικός ink, πληθυντικός inks ή μη μετρήσιμο
- μελάνι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She spilled ink all over the paper.
- μελάνι (υγρό καλαμαριού)
The squid released ink to escape from the shark.
- δημοσιότητα
The charity event received a lot of ink in the local newspapers.
- τατουάζ
He showed me his new ink on his shoulder.
ρήμα “ink”
απαρέμφατο ink; αυτός inks; αόριστος inked; μετοχή αορ. inked; μετοχή ενεστ. inking
- εφαρμόζω μελάνι
The artist inked the drawing to make the lines darker.
- υπογράφω
They finally inked the deal after months of negotiations.
- κάνω τατουάζ
She decided to ink a small butterfly on her wrist.
- κάνω τατουάζ σε κάποιον
The artist inked her with an outline of a cat.
- (για καλαμάρι ή χταπόδι) να εκτοξεύει μελάνι
When threatened, the squid will ink to confuse predators.