·

had better (EN)
φράση

φράση “had better”

  1. πρέπει να κάνει κάτι
    You had better save your work frequently to avoid losing data.
  2. (με "or") πρέπει να κάνει κάτι για να αποφύγει μια αρνητική συνέπεια
    They had better hurry, or they'll miss the last bus.