·

give one's name to (EN)
φράση

φράση “give one's name to”

  1. να είσαι το άτομο από το οποίο κάτι παίρνει το όνομά του
    The famous scientist gave his name to a groundbreaking theory in physics.
  2. να συνδέσει επίσημα το όνομά του με κάτι ως μορφή υποστήριξης ή επιδοκιμασίας
    The actress gave her name to a new campaign promoting environmental awareness.