·

general (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “general”

βασική μορφή general (more/most)
  1. γενικός
    This book provides a general overview of the topic without going into details.
  2. γενικός (που αναφέρεται στους περισσότερους ανθρώπους)
    The general public is encouraged to participate in the survey.
  3. γενικός (αναφέρεται σε κάτι που είναι ευρέως διαδεδομένο)
    It's the general consensus that we should start the project next week.
  4. γενικός (υποδηλώνει την υψηλότερη βαθμίδα ή θέση)
    The director general of the company made the final decision on the new project.

ουσιαστικό “general”

ενικός general, πληθυντικός generals
  1. στρατηγός
    The general inspected the troops during the parade.
  2. στρατηγός (μεταφορικά)
    She was the general behind the team's success.
  3. γενική αναισθησία
    He was nervous about being put under a general for the first time.