ουσιαστικό “fruit”
ενικός fruit, πληθυντικός fruits ή μη μετρήσιμο
- φρούτο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Apples are a type of fruit enjoyed by people all over the world.
- καρπός
After the cherry blossoms fell, the tree began to produce small green fruits.
- φρουτώδης
She decorated the cake with fruit slices for a natural, sweet topping.
- φρούτο (σε ομοφοβικό πλαίσιο)
In their ignorance, they called him a fruit, not understanding the harm of their words.
ρήμα “fruit”
απαρέμφατο fruit; αυτός fruits; αόριστος fruited; μετοχή αορ. fruited; μετοχή ενεστ. fruiting
- καρποφορώ
After a long wait, the apple tree in our backyard finally fruited this summer, offering us a bountiful harvest.