ρήμα “expect”
απαρέμφατο expect; αυτός expects; αόριστος expected; μετοχή αορ. expected; μετοχή ενεστ. expecting
- περιμένω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She expects her package to arrive by noon.
- απαιτώ
She is expected to arrive on time.
- περιμένω (στην περίπτωση εγκυμοσύνης)
Sarah's been feeling tired lately because she's expecting her first baby in the spring.