·

excitement (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “excitement”

ενικός excitement, πληθυντικός excitements ή μη μετρήσιμο
  1. συγκίνηση
    Her eyes sparkled with excitement as she opened her birthday present.
  2. συναρπαστικό γεγονός (για γεγονός ή πράγμα που προκαλεί συγκίνηση)
    The roller coaster ride was a major excitement for the kids at the amusement park.