ουσιαστικό “excitement”
ενικός excitement, πληθυντικός excitements ή μη μετρήσιμο
- συγκίνηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her eyes sparkled with excitement as she opened her birthday present.
- συναρπαστικό γεγονός (για γεγονός ή πράγμα που προκαλεί συγκίνηση)
The roller coaster ride was a major excitement for the kids at the amusement park.