·

ergonomics (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “ergonomics”

ενικός ergonomics, μη μετρήσιμο
  1. εργονομία (η επιστήμη του σχεδιασμού αντικειμένων ώστε να είναι εύκολα και ασφαλή για χρήση από ανθρώπους)
    He studied ergonomics to improve the comfort of office chairs.
  2. εργονομία (ο τρόπος με τον οποίο ο σχεδιασμός του εξοπλισμού επηρεάζει το πόσο καλά μπορούν οι άνθρωποι να τον χρησιμοποιήσουν)
    The ergonomics of the new smartphone make it easy to hold.