ρήμα “download”
απαρέμφατο download; αυτός downloads; αόριστος downloaded; μετοχή αορ. downloaded; μετοχή ενεστ. downloading
- κατεβάζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She decided to download the latest updates before starting her work.
- αντιγράφω δεδομένα σε μια συσκευή ή μέσο αποθήκευσης
He downloaded the photos onto a USB drive to share them with his family.
ουσιαστικό “download”
ενικός download, πληθυντικός downloads
- κατέβασμα
The download took longer than expected due to the slow internet connection.
- αρχείο που κατέβηκε
You can see all your downloads in one folder.