·

download (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “download”

απαρέμφατο download; αυτός downloads; αόριστος downloaded; μετοχή αορ. downloaded; μετοχή ενεστ. downloading
  1. κατεβάζω
    She decided to download the latest updates before starting her work.
  2. αντιγράφω δεδομένα σε μια συσκευή ή μέσο αποθήκευσης
    He downloaded the photos onto a USB drive to share them with his family.

ουσιαστικό “download”

ενικός download, πληθυντικός downloads
  1. κατέβασμα
    The download took longer than expected due to the slow internet connection.
  2. αρχείο που κατέβηκε
    You can see all your downloads in one folder.