·

differ (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “differ”

απαρέμφατο differ; αυτός differs; αόριστος differed; μετοχή αορ. differed; μετοχή ενεστ. differing
  1. διαφέρω
    Cats differ from dogs in their behavior and habits.
  2. διαφωνώ
    The two friends often differ on which movie to watch.
  3. διαφέρω (κατά το δεδομένο ποσό)
    The numbers 5 and 15 differ by 10.

ουσιαστικό “differ”

ενικός differ, πληθυντικός differs
  1. εργαλείο σύγκρισης (στον υπολογιστή)
    The differ showed the changes between the two versions of the document.