ουσιαστικό “currency”
ενικός currency, πληθυντικός currencies ή μη μετρήσιμο
- νόμισμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Tourists need to exchange their dollars for local currency before traveling.
- χρήματα (σε συναλλαγές)
After paying for groceries, she counted the remaining currency in her wallet.
- αποδοχή (ευρεία)
The theory began to gain currency in scientific circles.