·

currency (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “currency”

ενικός currency, πληθυντικός currencies ή μη μετρήσιμο
  1. νόμισμα
    Tourists need to exchange their dollars for local currency before traveling.
  2. χρήματα (σε συναλλαγές)
    After paying for groceries, she counted the remaining currency in her wallet.
  3. αποδοχή (ευρεία)
    The theory began to gain currency in scientific circles.