·

credits (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
credit (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “credits”

credits, μόνο πληθυντικός
  1. τίτλοι τέλους
    We stayed to watch the credits after the movie ended.