ουσιαστικό “commodity”
ενικός commodity, πληθυντικός commodities ή μη μετρήσιμο
- εμπόρευμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Water bottles have become a highly traded commodity in the hot summer months.
- αγαθό (χρήσιμο αντικείμενο ή πόρος)
In the digital age, data has become a valuable commodity for businesses.
- πρώτες ύλες (σε περίπτωση που αναφέρεται σε αγορές πρώτων υλών ή γεωργικών προϊόντων)
Wheat is a key commodity that is traded on the global market, affecting food prices worldwide.