·

commodity (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “commodity”

ενικός commodity, πληθυντικός commodities ή μη μετρήσιμο
  1. εμπόρευμα
    Water bottles have become a highly traded commodity in the hot summer months.
  2. αγαθό (χρήσιμο αντικείμενο ή πόρος)
    In the digital age, data has become a valuable commodity for businesses.
  3. πρώτες ύλες (σε περίπτωση που αναφέρεται σε αγορές πρώτων υλών ή γεωργικών προϊόντων)
    Wheat is a key commodity that is traded on the global market, affecting food prices worldwide.