·

centered (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
center (ρήμα)

επίθετο “centered”

βασική μορφή centered (more/most)
  1. κεντραρισμένος
    The vase was perfectly centered on the dining room table, creating a symmetrical look.
  2. ψυχικά ισορροπημένος (με έμφαση στην ηρεμία και την συναισθηματική σταθερότητα)
    After a weekend retreat, she felt centered and ready to tackle the challenges of the week ahead.