·

capital markets (EN)
φράση

φράση “capital markets”

  1. κεφαλαιαγορές (οι χρηματοπιστωτικές αγορές όπου οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις συγκεντρώνουν χρήματα για μακροπρόθεσμες επενδύσεις πουλώντας μετοχές και ομόλογα)
    Many international companies access capital markets to fund their global expansion plans.
  2. κεφαλαιαγορές (ο κλάδος ή τομέας που ασχολείται με την αγορά και πώληση μακροπρόθεσμων χρηματοοικονομικών μέσων)
    She began her career in capital markets and quickly became a respected analyst.