επίθετο “brave”
βασική μορφή brave, braver, bravest (ή more/most)
- γενναίος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She was very brave to stand up to the bully.
ρήμα “brave”
απαρέμφατο brave; αυτός braves; αόριστος braved; μετοχή αορ. braved; μετοχή ενεστ. braving
- αντιμετωπίζω με θάρρος
They braved the icy waters to save the stranded whales.