·

brave (EN)
επίθετο, ρήμα

επίθετο “brave”

βασική μορφή brave, braver, bravest (ή more/most)
  1. γενναίος
    She was very brave to stand up to the bully.

ρήμα “brave”

απαρέμφατο brave; αυτός braves; αόριστος braved; μετοχή αορ. braved; μετοχή ενεστ. braving
  1. αντιμετωπίζω με θάρρος
    They braved the icy waters to save the stranded whales.