ουσιαστικό “banknote”
ενικός banknote, πληθυντικός banknotes
- χαρτονόμισμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He pulled a fifty-dollar banknote from his wallet to pay for the meal.