·

banking (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
bank (ρήμα)

ουσιαστικό “banking”

ενικός banking, πληθυντικός bankings ή μη μετρήσιμο
  1. τραπεζική
    Regulations in banking have tightened since the financial crisis.