ουσιαστικό “banking”
ενικός banking, πληθυντικός bankings ή μη μετρήσιμο
- τραπεζική
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Regulations in banking have tightened since the financial crisis.