ουσιαστικό “achievement”
ενικός achievement, πληθυντικός achievements ή μη μετρήσιμο
- επίτευγμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Landing on the moon in 1969 is considered one of humanity's greatest achievements.
- επίτευξη
We need to buy more equipment for the achievement of our objectives.
- επίτευγμα (στα βιντεοπαιχνίδια)
After hours of playing, he finally earned the achievement for defeating the final boss without taking any damage.
- επιτυχία
The rates of academic achievement were particularly low within this community.