·

accepted (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
accept (ρήμα)

επίθετο “accepted”

βασική μορφή accepted (more/most)
  1. αποδεκτός
    The idea that the Earth orbits the Sun is an accepted fact in modern science.